- ἀντοφθαλμῶ
- ἀντοφθαλμέωlook in the facepres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀντοφθαλμέωlook in the facepres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντοφθαλμώ — ἀντοφθαλμῶ ( έω) (Α) 1. βλέπω κάποιον κατά πρόσωπο 2. εναντιώνομαι, αντιστέκομαι, αντιμετωπίζω κάποιον … Dictionary of Greek